ἀρέσκομαι

ἀρέσκομαι
ἀρέσκω
make good
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αρέσκομαι — βλ. πίν. 115 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: αρέσκομαι : δε χρησιμοποιείται ως παθητικό του αρέσω. Έχει την έννοια → μου αρέσει να... Είναι λόγιος τύπος, σπάνιας χρήσης …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξαρεσκεύομαι — ἐξαρεσκεύομαι (Α) μού αρέσει κάτι, ευχαριστούμαι, αρέσκομαι σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αρεσκεύομαι (< άρεσκος)] …   Dictionary of Greek

  • επαρέσκομαι — ἐπαρέσκομαι (AM) μσν. είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιούμαι αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπηρέσσατο εὐαρέστους ἐποίησεν». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρέσκομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • ευχαριστώ — και φχαριστὼ και φχαριστάω (ΑΜ εὐχαριστῶ, έω) [ευχάριστος] 1. προσεύχομαι με ευγνωμοσύνη 2. (κυρίως για θρησκευτικές τελετές) προσφέρω κάτι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης νεοελλ. 1. παρέχω σε κάποιον ευχαρίστηση, τέρψη, ψυχική ικανοποίηση («μ… …   Dictionary of Greek

  • οχλοάρεσκος — ὀχλοάρεσκος, ὁ (Α) αυτός που προσπαθεί να είναι αγαπητός στον λαό με κολακείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + ἀρέσκω / ἀρέσκομαι] …   Dictionary of Greek

  • φιλώ — (I) άω, Ν βλ. φιλώ (II). (II) φιλῶ, έω, ΝΜΑ, και φιλώ, άω, και μέσ. φιλιούμαι και φιλιέμαι, Ν, και αιολ. τ. φίλημμι και βοιωτ. τ. φίλειμι Α [φίλος] 1. δίνω φιλί, ασπάζομαι (α. «τὸν αγκάλιασε και τὸν φίλησε» β. «φιλεῑν κατὰ τὸ στόμα», Ανθ. Παλ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • κολακεύω — κολάκευσα και κολάκεψα, κολακεύτηκα, κολακευμένος 1. επαινώ κάποιον για να αποχτήσω την εύνοιά του, καλοπιάνω: Κολακεύει τον επιθεωρητή του για να του κάνει καλές εκθέσεις. 2. κάνω κάποιον να περηφανευτεί, του προξενώ ικανοποίηση: Με κολακεύει η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”